ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA  KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Από που βγήκαν διάφορες γνωστές φράσεις [1]

Χαιρέτα μου τον πλάτανο

 Μια φράση που μας φαίνεται σήμερα εντελώς ακατανόητη, είναι το «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που τη λέμε συνήθως, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε κάποιον που μοιράζει απραγματοποίητες υποσχέσεις. Ο ξενιτεμένος από την πατρίδα, πάντα θυμάται με πόνο το γερο - Πλάτανο της πλατείας του χωριού του κι όποιον πατριώτη του συναντήσει να πηγαίνει στο χωριό τους του λέει: «χαιρέτα μου τον Πλάτανο.

Το αμίλητο νερό

Είναι κι αυτό απομεινάρι των «Προλήψεων και των Δεισιδαιμονιών» του λαού μας. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η νοικοκυρά σηκωνόταν, και σε μερικά μέρη συνεχίζεται το έθιμο, και έπαιρνε από την αυλή μια πέτρα, που την έβαζε στο τζάκι. Μετά πήγαινε στη βρύση, να πάρει το «αμίλητο νερό». Λέγεται έτσι, γιατί δε μιλούσε σε κανέναν ούτε σαν πήγαινε ούτε σαν ερχόταν. Στη βρύση έριχνε στάρι ή τυρί και έλεγε: «Όπως τρέχει το νερό, να τρέχει το μπερκέτι στο σπίτι σας». Μετά γύριζε στο σπίτι της με το νερό, χωρίς να βγάζει τσιμουδιά και μόλις έμπαινε στο σπίτι έλεγε «Χρόνια πολλά» στους δικούς της. Το αμίλητο νερό το έχυνε στις τέσσερις γωνιές του σπιτιού, «για να τρέχουν όλη τη χρονιά τα καλούδια σαν το νερό». Μετά γινόντουσαν και διάφορες μαντικές τελετουργίες.


Τα τσούξαμε

Κάποτε έφτασε στ' αφτιά του Δημοσθένη η φήμη ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας ήταν μανιώδης «οινοπότης» κι ότι καυχιόταν δημόσια γι' αυτό. Ο Δημοσθένης είπε τότε, χαμογελώντας: Αυτό δεν είναι προτέρημα βασιλιά, αλλά προτέρημα... σφουγγαριού. Η φράση αυτή του μεγάλου εκείνου ρήτορα έμεινε ως τα χρόνια μας, με μια μικρή παραλλαγή. Για κάποιον που ξέρουμε ότι πίνει πολύ, λέμε συνήθως ότι «αυτός δεν είναι άνθρωπος, αλλά σφουγγάρι». Ο Μέγας Αλέξανδρος, πάλι, ο γιος του Φίλιππου, μπορεί να θεωρηθεί ως ο μεγαλύτερος μπεκρής από τους βασιλιάδες. Πολλές φορές, κάτω από την επίδραση του κρασιού, κοιμήθηκε δυο μέρες συνέχεια. Είναι γνωστό ακόμη, ότι πάνω στο μεθύσι του, σκότωσε τον Κλείτο, έναν από τους καλύτερους φίλους του και μεγαλύτερους Μακεδόνες στρατηγούς, στον οποίο χρωστούσε τη ζωή του. Από την πράξη αυτή του Αλέξανδρου, βγήκε η παροιμία «μπεκρής βασιλιάς, φονιάς των φίλων του». Αλλά και μεταξύ του ωραίου φύλου στην αρχαιότητα, υπήρχαν πολλές γυναίκες, που κατέβαζαν ολόκληρους τόνους κρασιού. Αυτές, μάλιστα, ανακάτευαν το πιοτό τους με μια ειδική σκόνη, που έκανε το κρασί να γίνεται πιο τσουχτερό. Απ' αυτό βγήκε και η φράση «τα τσούξαμε».


Έμεινε στα κρύα του λουτρού

Στα Βυζαντινά χρόνια, εκείνος που πήγαινε να λουσθεί στα γνωστά ατμόλουτρα, τα «χαμάμ» όπως τα λένε τούρκικα, δεν έμπαινε αμέσως στον πολύ θερμό χώρο, ούτε πάλι έβγαινε αμέσως στην ύπαιθρο. Κατά παλιά ρωμαϊκή παράδοση περνούσε πριν από άλλα δυο διαμερίσματα, που ο Γαληνός τα ονομάζει « ο ί κ ο υ ς » και τα οποία είχαν διαφορετική θερμοκρασία. Κι αυτό γινόταν, για να προφυλάγονται, φυσικά. Έτσι, όταν κανείς έπαιρνε το λουτρό του, έμπαινε μετά στο λεγόμενο «ψυχρολούσιον» ή κρύον, όπου ο αέρας ήταν ψυχρός, όσο και ο ατμοσφαιρικός. Ύστερα από λίγο πάλι, προχωρούσε στο λεγόμενο «χλυαροψύχιον» όπου η θερμοκρασία ήταν μεγαλύτερη. Εκεί του άλειφαν το σώμα με διάφορες κρέμες κι έμπαινε στη συνέχεια, στο ζεστό χώρο, όπου του έκαναν εντριβή. Συνέβαινε όμως καμιά φορά, αυτός που ήθελε να λουσθεί και βρισκόταν ακόμα στο διαμέρισμα, δηλαδή στο «χλιαροψύχιον» ή το «κρύον» κανένα έκτακτο γεγονός, όπως σεισμός, επιδρομή ή διάδοση μιας δυσάρεστης είδησης, οπότε το λουτρό διακοπτόταν στην αρχή του. Έμενε δηλαδή, ανεκπλήρωτος κατ' επέκταση ο σκοπός για τον οποίο είχε πάει εκεί. Γι' αυτό ακόμα και σήμερα λέμε για κάποιο που οι επιθυμίες του έμειναν ανεκπλήρωτες -ανικανοποίητες από την αρχή ότι: «έμεινε στα κρύα του λουτρού».


Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο

Την λίμνη των Ιωαννίνων ανέκαθεν τη δούλευαν οι ψαράδες της περιοχής για τα νόστιμα ψάρια της. (Σήμερα τα πιο πολλά χρήματα τους τα δίνουν οι βάτραχοι της λίμνης, γιατί τους εξάγουν στο εξωτερικό). Στην εποχή, όμως, που κυβερνούσε τα Γιάννινα ο Αλί Πασάς, είχε μπει φόρος ένα γρόσι στην κάθε οκά στα ψάρια και στα χέλια, που θα ψαρευόντουσαν μέσα στη λίμνη. Εκείνος που δε θα πλήρωνε, θα έχανε τα ψάρια του, που του τα έπαιρναν οι φοροεισπράκτορες του Αλί Πασά. Αλλά φτωχοί καθώς ήταν όλοι τους, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μην πληρώσουν το φόρο, αλλά οι άνθρωποι του Αλί τους παρακολουθούσαν και τους έπαιρναν ό,τι είχαν όλη τη νύχτα τραβήξει. Ενας γέρος όμως ψαράς, βλέποντας το βίος του να καταστρέφεται και αντικρίζοντας τα ψάρια τους, που τα φόρτωναν οι στρατιώτες του Αλί Πασά, είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», για να μείνει από τότε και να λέγεται σε ανάλογες περιπτώσεις.


Φύρδην-μίγδην

Επιρρηματική έκφραση, για να χαρακτηρίσουμε ένα γενικό ανακάτωμα. Το φύρδην προέρχεται από το «φύρω» (ανακατώνω, ζυμώνω, συγχέω), το δε μίγδην και μίγδα, επιρ. στη μέση, αναμίξ, ανάκατα.


Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει

 Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης –ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα . Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.


Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα

Κατά μία εκδοχή που φαίνεται, πως είναι και η επικρατέστερη, τη φράση αυτή την είπε ο Γέρος του Μοριά, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όταν βρισκόταν στη Ζάκυνθο (πριν αρχίσει η επανάσταση). Τότε άκουσε, πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης -αυτοκράτορας της Γαλλίας- μάλωνε με τον τσάρο της Ρωσίας, για το ποιος από τους δυο θα έπαιρνε την Πολωνία. - Τι είναι αυτή η Πολωνία; ρώτησε ο Κολοκοτρώνης. Του εξήγησαν τότε, πως ήταν ένα κράτος, μία χώρα, που δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε ρωσική και πως τσακωνόντουσαν οι δυο Μεγάλοι, ποιος θα την πάρει. - Δυο ψυχικοί (γάιδαροι) μαλώνουνε σε ξένο αχυρώνα, είπε. 
Έτσι έγινε γνωστή η φράση αυτή.


Δεν περνά η μπογιά της

Ο Νικήτας Χανιώτης γράφει πως όταν οι Φράγκοι πήραν την θεοφύλακτη Πόλη κι αντίκρισαν τις βυζαντινές δέσποινες, έμειναν κυριολεκτικά με το στόμα ανοικτό. Για να φαίνονται «γαϊτανοφρύδες», ξύριζαν τα φρύδια τους και τα ζωγράφιζαν από πάνω. Έβαζαν μπλε σκιές στα μάτια και κόκκινο στα νύχια. Ξεκολλούσαν τις τρίχες των ποδιών τους μ' ένα μίγμα καραμέλας και μαστίχας και ξάνθαιναν τα μαλλιά τους με ένα άγνωστο υγρό. Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης υπήρχαν πολλά μαγαζιά, που πουλούσαν διάφορες αλοιφές για το πρόσωπο και το σώμα. Οι καλύτερες όμως αλοιφές ήταν εκείνες που έφτιαχναν οι γυναίκες του λαού με βότανα, γάλα, μέλι και μεδούλι. Τα παράξενα όμως καλλυντικά δεν τ' αγόραζαν μόνο παστρικιές, αλλά κι αυτοκράτειρες, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο την ομορφιά τους, για να μη χάσουν την αγάπη του συζύγου τους. Ό,τι κι αν έκαναν όμως, όταν περνούσε η πρώτη τους νεότητα, δεν υπήρχε πια ελπίδα να ξαναγίνουν ωραίες, οι αυτοκράτειρες έτρεχαν να βρουν αλλού την εσωτερική τους χαρά. Ο λαός ωστόσο, που τα παρατηρεί και τα σατιρίζει όλα, όταν έβλεπε το βασιλιά του να πηγαίνει με άλλες γυναίκες, έλεγε ειρωνικά για τη βασίλισσα: «Δεν περνά πια η μπογιά της». Δηλαδή οι αλοιφές και τα χρώματα που έβαζε, δεν την ωφελούσαν σε τίποτε.



Δεν υπάρχουν σχόλια: