ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA  KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK
ΚΑΝΕ ΤΩΡΑ ΚΑΙ ΕΣΥ LIKE !! ΣΤΟ CRAZY WATER FM CALKIDA KAI ΕΛΑ ΣΤΗ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ ΣΤΟ FACEBOOK

Κυριακή 17 Μαΐου 2015

«Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος» ή «Δεν πληρώνω δεν πληρώνω» Από τους νεκρικούς διάλογους του Λουκιανού 120 μ.Χ-192 μ.Χ.



Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας.
Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στον Χάροντα και χάνονται δεξιά.
Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρος τον αρπάζει από το χέρι

Χάρων, Μένιππος και Ερμής

Χάρων: Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!

Μένιππος: Δεν πα’ να φωνάζεις Χάρε, όσο σ’ αρέσει.

Χάρων: Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που ‘καμες!

Μένιππος: Δεν μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει*.
[* «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος».]

Χάρων: Μα είναι δυνατόν να υπάρχει άνθρωπος χωρίς έναν οβολό;*
[* Ο οβολός, ήταν αρχαίο ελληνικό νόμισμα μικρής αξίας. Κατά την αρχαιότητα, έβαζαν κάτω από τη γλώσσα του νεκρού, έναν οβολό για να «πληρώσει» τα ναύλα στον Χάρωνα, ο οποίος θα τον μετέφερε στον Άδη με την βάρκα του.]

Μένιππος: Αν υπάρχει και κανένας άλλος, δεν ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.

Χάρων: Μα τον Πλούτωνα, θα σε πνίξω αν δεν με πληρώσεις.

Μένιππος: Κι εγώ θα σου δώσω μία το κεφάλι, με το κουπί που κρατάς, και θα στο σπάσω.

Χάρων: Δωρεάν δηλαδή έκανες τόσο ταξίδι;.

Μένιππος: Να σε πληρώσει ο Ερμής. Αυτός με κουβάλησε σε σένα.

Ερμής: Μα τον Δία, είμαι για κλάματα, αν πρόκειται να πληρώνω κι από πάνω, για τους νεκρούς.

Χάρων: Δεν θα σ’ αφήσω να φύγεις.

Μένιππος: Τότε, τράβα τη βάρκα έξω στη στεριά και περίμενε. Αλλά πώς θα πληρωθείς αφού δεν έχω μία;

Χάρων: Καλά, κι εσύ ήξερες ρε, ότι για να ταξιδέψεις έπρεπε να πληρώσεις το εισιτήριο;

Μένιππος: Φυσικά και το γνώριζα, αλλά δεν είχα μία. Δηλαδή τι έπρεπε να κάνω; Να μην πεθάνω;

Χάρων: Δηλαδή θα είσαι ο μοναδικός που θα καυχιέται ότι ταξίδεψε δωρεάν;

Μένιππος: Ε, όχι και δωρεάν, ρε μάγκα. Γιατί και νερά έβγαλα απ’ τη βάρκα και κουπί τράβηξα. Άσε, που ήμουν ο μόνος απ’ τους επιβάτες που δεν έκλαιγε.

Χάρων: Αυτά δεν ενδιαφέρουν τον βαρκάρη. Πλήρωσε τον οβολό σου, γιατί δεν γίνεται διαφορετικά.

Μένιππος: Αν δεν γίνεται διαφορετικά, τότε πήγαινέ με πάλι στη ζωή.

Χάρων: Πολύ έξυπνος είσαι. Για να με σπάσει μετά στο ξύλο ο Αιακός;

Μένιππος: Ε, τότε λοιπόν, άφησέ με ήσυχο.

Χάρων: Για δείξε μου τι έχεις μέσα στο σακούλι σου.

Μένιππος: Λούπινα*, θες λίγα; και «ένα πρόσφορο της Εκάτης»**.
[* Τα λούπινα, ήταν όσπρια. Από τις πιο συνηθισμένες τροφές των φτωχών.]
[** Την τελευταία μέρα κάθε μήνα, οι εύποροι συνήθιζαν να εξαγνίζουν τις οικίες τους. Και όσα φαγητά υπήρχαν σ’ αυτές, πριν τον καθαρμό τα έβγαζαν στα σταυροδρόμια, και τα εναπόθεταν στις βάσεις των αγαλμάτων της θεάς Εκάτης που υπήρχαν σ’ αυτά. Οι δε φτωχοί, τους οποίους η πείνα καθιστούσε λιγότερο δεισιδαίμονες, έκλεβαν τα φαγητά αυτά, τα οποία ονομάζονταν «δείπνα της Εκάτης».]

Χάρων: Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ενώ όλοι έσκουζαν από το κλάμα, αυτός τραγουδούσε.

Ερμής: Δεν ήξερες, Χάρε, ποιόν άνθρωπο μετέφερες με τη βάρκα σου; Έναν άνθρωπο, αληθινά ελεύθερο, που δεν τον νοιάζει τίποτα. Αυτός είναι ο Μένιππος.

Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά…

Χάρων: Αν σε πιάσω άλλη φορά…

Ακούγετ’ η φωνή του Μένιππου από μακριά

Μένιππος: Αν με πιάσεις, αγαπητέ. Γιατί, δεύτερη φορά δεν γίνεται να με πιάσεις.

Κάθε ομοιότητα του σήμερα με το πριν 2000 χρόνια είναι συμπτωματική!

Δεν υπάρχουν σχόλια: